A.pierce, transfix, “δουρὶ μέσον περόνησε” Il.7.145, 13.397; “π. μέσον τὸν βραχίονα” D.H.6.11; “ἔδειξε . . τὰς χεῖρας ὡς ἦσαν πεπερονημέναι” Cels. ap. Origenes Cels.2.55.
2. Med., buckle on one's mantle, one's robe, χλαῖναν περονήσατο, ἑανὸν περονᾶτο, Il.10.133, 14.180; “λῶπος περονᾶσθαι” Theoc.14.66, cf. A.R. 1.722.